- πλανόντης
- ο, Νβιολ.1. κάθε κινητικό σπόριο, γαμέτης ή ζυγώτης2. το αρχικό αμοιβαδοειδές στάδιο σε μερικά σπορόζωα πρωτόζωα3. μάζα σπορίων που παράγονται στα παχύτοιχα σποριάγγεια ορισμένων κατώτερων μυκήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. planont < πλανώμαι].
Dictionary of Greek. 2013.